φυλακίδα

φυλακίδα
η / φυλακίς, -ίδος, ΝΑ, και λόγιος τ. φυλακίς Ν, και φυλάκισσα ΜΑ, και φύλαξ, ἡ, Α
νεοελλ.
1. μικρό πλοίο τού πολεμικού ναυτικού στην είσοδο τού λιμανιού που είχε ως αποστολή να επιβλέπει τον είσπλου τών πλοίων και να ελέγχει τα ναυτιλιακά έγγραφα
2. πολεμικό πλοίο υπό τις διαταγές τού πρεσβευτή τής χώρας, στην οποία ανήκε, στα μεγάλα λιμάνια τής οθωμανικής αυτοκρατορίας
μσν.-αρχ.
(ως θηλ. τού τ. φύλαξ) αυτή που φυλάγει, η φρουρός
αρχ.
1. ως επίθ. προσωνυμία τής θεάς Αθηνάς («ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς τῆς φυλακίδος... ὁ Κικέρων εἰς τὸ Καπιτώλιον ἀνετίθει...», Δίων Κάσσ.)
2. πλοίο που φρουρούσε μία θέση, που χρησίμευε για φρούρηση («αἱ φυλακίδες τῶν Καρχηδονίων ἐπεδίωκον», Διόδ.)
3. φρ. α) «ναῡς φυλακίς» — πλοίο φρουράς, πλοίο για φρούρηση
β) «[ἡ] φύλαξ φιλίας»
μτφ. η τράπεζα, το τραπέζι γεύματος (Εύβουλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλαξ, -ακος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Φυλακίδα — Φυλακίδᾱ , Φυλακίδης masc nom/voc/acc dual Φυλακίδης masc voc sg Φυλακίδᾱ , Φυλακίδης masc gen sg (doric aeolic) Φυλακίδης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυλακίδᾳ — Φυλακίδαι , Φυλακίδης masc nom/voc pl Φυλακίδᾱͅ , Φυλακίδης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακίδα — φυλακίς guard fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυλακίδ' — Φυλακίδα , Φυλακίδης masc voc sg Φυλακίδα , Φυλακίδης masc nom sg (epic) Φυλακίδαι , Φυλακίδης masc nom/voc pl Φυλακίδᾱͅ , Φυλακίδης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυλακίδας — Φυλακίδᾱς , Φυλακίδης masc acc pl Φυλακίδᾱς , Φυλακίδης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακίδ' — φυλακίδα , φυλακίς guard fem acc sg φυλακίδι , φυλακίς guard fem dat sg φυλακίδε , φυλακίς guard fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυλακίδαν — Φυλακίδᾱν , Φυλακίδης masc acc sg (epic doric aeolic) Φυλακίδης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυλακίδαο — Φυλακίδᾱο , Φυλακίδης masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλάκισσα — ἡ, ΜΑ βλ. φυλακίδα …   Dictionary of Greek

  • φυλακίς — ίδος, η, ΝΑ βλ. φυλακίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”